Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2012

ΓΚΟΜΠΙΝΤΙΜΠΟΥ ΛΑΛΟΥΛΟΥ το 3 από τα 3 VIDEO

ΓΚΟΜΠΙΝΤΙΜΠΟΥ ΛΑΛΟΥΛΟΥ το 2 από τα 3 VIDEO

ΓΚΟΜΠΙΝΤΙΜΠΟΥ ΛΑΛΟΥΛΟΥ το 1 από τα 3 VIDEO

Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2012

ΚΑΜΙΑ ΜΙΑ

Ήταν δεν ήταν όταν ξεπρόβαλε από τον απέναντι όγκο ένας όγκος.

Το μάτι μου δεν τον χωρούσε και έτσι χρειάστηκε και το άλλο μου μάτι να μπει σε λειτουργία, έτσι ώστε να μπορέσω να το δω ολόκληρο. Το απόγευμα του ίδιου βραδιού κατηφόρισα για το κρεβάτι μου.

Το δεξί μου αυτί από μέρες με πονούσε, γι’ αυτό ‘άλλωστε έβαλα σήμερα το καλό μου ποδήλατο στο ντιβάνι, γιατί η μαμά θα ερχόταν με το παστίτσιο στο προσκεφάλι. Ο μπαμπάς όμως δεν ξεμύτισε από τη λάμπα της κουζίνας, γιατί έβραζαν οι παντόφλες στη δυνατή φωτιά. Τα τζάκι ήταν σβηστό και έδινε μια γλύκα άλλη στη καγκελόπορτα του κυρ. Βαγγέλη, μετά βέβαια από το φαγητό.

Ήταν τόσο μα τόσο….

Ήθελα εκείνη την ημέρα επειδή ήταν σαν όλες τις άλλες και είχαμε μέσα το σπίτι μας, να έλεγα επιτέλους το μυστικό στο ντουβάρι.

Α!!! Καλά που το ξέχασα!!

Προχθές ήρθε στο αμπέλι το πουλί και κουτσούλισε το αυγό, πήδηξε και μια πατάτα και χαστούκισε τον μικρό.

Η γιαγιά μου πέρασε από τη φριτούρα και κατευθύνθηκε προς το ψυγείο για να φάει ένα μήλο. Όμως το μήλο πήγε στο κλουβί, γιατί ο παππούς λέει το φως πρέπει φτιάχνει το πετσί από πρώτο χέρι και όχι από αφρό.

Έτσι πέρασα την κατηφόρα της κυρά Πόπης και έφθασα στη πάνω γειτονιά, για να αρχίσει το αυτί μου και να τελειώσω πάλι το βράδυ.

Καληνύχτα.

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

ΓΚΟΜΠΙΝΤΙΜΠΟΥ OUT NOW Το 3ο από τα 3 video

ΓΚΟΜΠΙΝΤΙΜΠΟΥ OUT NOW Το 2ο από τα 3 video

ΓΚΟΜΠΙΝΤΙΜΠΟΥ OUT NOW Το 1ο από τα 3 video

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2012

Παρανυχίδες PHOTO













Παρανυχίδες



ΓΚΟΜΠΙΝΤΙΜΠΟΥ PHOTO



ΛΑΛΑΟΥΛΟΥ - BOOKLET











OUT NOW - BOOKLET







Γκομπιντίμπου





Γκομπιντίμπου


ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΕΣ ΚΑΣΕΤΕΣ
OUT NOW


Οι Γκομπιντίμπου κάνουν για δεύτερη φορά την εμφάνισή τους στο ανεξάρτητο κύκλωμα διανομής κασσετών (πρώτη συνεργασίαστη συλλογή «ΣΥΝΤΑΓΗ ΑΝΤΙΘΑΝΑΤΟΥ» με το κομμάτι «’Ενα Μυστικό στο Τέλος – ως ΠΑΡΑΝΥΧΙΔΕΣ) προωθώντας μια «μουσική» άποψη στην οποία συνδυάζονται το αλλοπρόσαλλο τραγούδι, οι ταραγμένοι ηχορυθμικοί κυματισμοί του  Captain Beefheart (διασκευάζεται και το ‘’Hot Head’’) η παρα-θεματική από-διοργάνωση των Phychic T.V. ή των Ut, η εναπομείνασα ματα–πανκ μαχητικότητα αλλά και η παρωδία τραγικών μονολόγων στις αρχαίες θεατρικές συναγωγές. Καταλύτης όλων αυτών το παρανοϊκό χιούμορ αυτού του τρίο (κιθάρες, τραμς, φωνητικά), που θα βρείτε τυπωμένο υπό μορφή στίχων στο τρισέλιδο φυλλάδιο που συνοδεύει την κασέτα.
 Ένα πραγματικό ντοκουμέντο, out now!
 

   Χρήστος Τσανάκας
ΗΧΟΣ & HI-FI ΙΟΥΛΙΟΣ ‘87

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΓΚΟΜΠΙΝΤΙΜΠΟΥ




Όλα ξεκίνησαν ένα απόγευμα του 1982, όταν αντί να διαβάσουν τρεις φίλοι, αποφάσισαν να φτιάξουν ένα γρουπ.
Επόμενο βήμα ήταν το Σεπτέμβριο του 1984 η ενοικίαση ενός μισοσακατεμένου σπιτιού στο Φάληρο που μετατράπηκε με τη βοήθεια αυγοθηκών σε studio. Οι Παρανυχίδες ήταν ήδη πραγματικότητα. Τα μέλη του γκρουπ ήταν ο Μιχάλης Καραγιάννης (τύμπανα), ο Αν­τρέας Βατίστας (κιθάρες), ο Παντελής Κού­κης (φωνητικά) και ο Νίκος Ζηλάκος (ηλ. μπάσο).
Τον Δεκέμβρη του 1985 ηχογραφούν το «ένα μυστι­κό στο τέλος» για τη συλλογή «Συνταγή αντί θανάτου».  Live στο Σκιάχτρο (από τα ελάχιστα Live States της εποχής) και σε διάφορες βραδιές σε θέατρα του ΠΕΙΡΑΙΑ.
Η μουσική  από τότε είχε έντονα δυναμικό χαρακτήρα βασισμέ­νη σε στίχους με στοιχεία πρόζας και αυτο­σχεδιασμού.
Το χειμώνα του 1986 αποχωρεί το μπάσο και οι τρεις πρώτοι  ο Μιχάλης Καραγιάννης (τύμπανα – κρουστά – ήχοι ), ο Αν­τρέας Βατίστας (κιθάρες – φωνητικά - ήχοι ), ο Παντελής Κού­κης (φωνή – κρουστά – ήχοι ) φτιάχνουν τους Γκομπιντίμπου. Στη νέα δουλειά γί­νεται εντονότερη η ελεύθερη σύνθεση και απόδοση των τραγουδιών.
«Η μουσική μας πηγάζει μέσα από ένα αυθορ­μητισμό που δεν κλείνεται σε κοινότυπες φόρμες αλλά εκφράζεται με κάποιες ιδιό­μορφες βάσεις που συμπληρώνονται με τον αυτοσχεδιασμό. Η ιδιομορφία της μουσικής μας οφείλε­ται στον τρόπο σκέψης μας για τη μουσική καθώς και στον τρόπο έκφρασης μέσα απ' αυτήν. Τα συναισθήματα που θέλουμε να δώσουμε  στον ακροατή είναι έντονα και πολυδιάστατα. Προσπαθούμε να διεισδύσουμε μέσα σ' αυτόν κάνοντάς τον να γνω­ρίσει πρωτόγνωρες κατακτήσεις».
Οι περισσότερες μέχρι τότε εμφανίσεις έγιναν στο Σκιάχτρο και αρκετές μέσα στα πλαίσια των πειραματικών βραδιών που οργάνωσε εκεί το φανζίν «TRANSPORΤ».
Η μουσική των Gobidibu είναι σαφώς προκλητική και δύστροπη. Η φωνή απαγγέλλει περνώντας απ' όλα τα ύψη, τα βάθη και τις ηχητικές δυνατότητες χωρίς να πέφτει ποτέ σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη αρμονική σειρά.
Ο λόγος δραματικός - θεατρικός με στίχους κατεστραμμένους – ντανταϊστικούς - με λέξεις βγαλμένες με σύμφωνα και τονισμούς που μοιάζουν με χτυπήματα κρου­στών, με φωνές αντίφαση στον ίδιο το λό­γο. Τα όργανα παράλληλα βρίσκονται σ' ένα πολύπλοκο ρυθμικό και τονικό ρεύμα που πότε βγαίνει σαν θόρυβος πότε σαν συγκεκριμένο hard - beat.   To ροκ έρχεται σε κύματα που εξαφανίζονται σ’ ένα πέλαγος ήχων.  
Οι πειραματισμοί είναι προσανατολι­σμένοι στην ευρύτερη δυνατή χρήση των μουσικών οργάνων και της φωνής.  Το  free παίξιμο των ντραμς, οι σαρωτικοί ήχοι της κιθάρας και οι απερίγραπτοι τόνοι της φω­νής δημιουργούν το ανατρεπτικό σύνολο.
Η ατμόσφαιρα είναι άγρια και συχνά ε­φιαλτική για τους μουσικά  καθησυχασμένους ακροατές. Οι Gobidibu έτρεχαν σε άγνωστες και επικίνδυνες περιοχές.
Οι Γκομπιντίμπου τον Οκτώβριο του 1988 πρόσθεσαν ξανά το μπάσο με το Νίκο  Ζηλάκο και πλήκτρα το Νίκο Μόσχο. Το νέο αυτό σχήμα δεν έχει αφήσει τίποτε άλλο παρά μόνο αναμνήσεις στον κάθε  ένα από εμάς.
Οι Γκομπιντίμπου το Μάιο του 1989 σίγησαν.
Ο Μιχάλης με τον Ανδρέα δεν σταμάτησαν να παίζουν μαζί.
Σήμερα στους http://www.badmathematics.com/

Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2012

Ανδρέα


Στέλλας


Στέλλας


Ανδρέα


Ανδρέα


Στέλλας


Στέλλας


Η ΚΑΜΠΙΑ





Μια φορά και έναν καιρό, ζούσε μια μικρή και ζαρωμένη κάμπια στο αντικρινό το δάσος, εκείνο με τα τούβλα και τα τσιμεντένια δέντρα. Περνούσε τις μέρες της, ανίκανη να διασχίσει τις διαβάσεις, περίμενε. Τρεφόταν με τα λιγοστά μαρούλια που έβρισκε σε εκείνες τις μαύρες σακούλες, έξω από τις πράσινες ταμπέλες που όταν νύχτωνε αναβόσβηναν – ήταν το σπίτι της – η πίσω είσοδος του εστιατορίου.
Όσο πιο πολύς κόσμος έμπαινε από την μπροστινή είσοδο, τόσο πιο πολλά μαρούλια είχαν οι περισσότερες μαύρες σακούλες. Μαζί της κατά διαστήματα βρίσκονταν διάφοροι του ζωϊκού βασιλείου, που τρώγανε παρέα στις μαύρες σακούλες, στην πίσω πόρτα. Εκείνοι όμως έφευγαν  γιατί είχαν πόδια μεγάλα και έτρεχαν και έπαιζαν, ήταν σβέλτοι και χάνονταν όταν έβγαινε ο κύριος με τα άσπρα: ήταν εκείνος που έφερνε τις μαύρες σακούλες.
Σκαρφαλωμένη καθώς ήταν μια μέρα σε ένα ώριμο και γλυκύτατο φύλλο μαρουλιού ήρθε αυτός ο κύριος με τα άσπρα, άρπαξε το μαρούλι γρήγορα-γρήγορα, το πήγε μέσα και το έβαλε μέσα σε ένα δωμάτιο ζεστό πολύ. Από παντού ακούγονταν σφυρίγματα, είχε ατμούς παντού και μικρά ή μεγάλα αστραφτερά μακρόστενα πράγματα που με αυτά έκαναν τα μαρούλια πολλά πολλά κομμάτια.
Είχε καταφέρει να κρυφτεί στο μαρούλι η κάμπια μας. Ο κύριος με τα άσπρα δεν την είχε καταλάβει. Έβαλε το μαρούλι επάνω στο ξύλο. Η κάμπια τρομοκρατημένη, έκλεισε τα μάτια, αρχίζοντας να λέει ότι προσευχές τις είχε μάθει μια μακρινή της συγγενής που ήταν πολύ του Θεού, ήταν ακριβώς στη μέση χωμένη ανάμεσα από δύο προεξοχές που είχε το φύλλο. Για καλή της τύχη κόπηκε το φύλλο στα τρία και έτσι η μέση έμεινε ανέπαφη.
Αμέσως μετά το πέταξε μαζί με άλλα μαρούλια, καρότα και άλλες λιχουδιές σε ένα στρογγυλό πράγμα που έβλεπες από μέσα προς τα έξω αλλά δεν μπορούσες να βγεις. Περίμενε εκεί ζαρωμένη όπως ήταν, τώρα δύσκολα μπορούσες να την διακρίνεις ανάμεσα από τα λαχανικά της σαλάτας. Τα άσχημα άρχισαν, όταν έβαλε ο κύριος με τα άσπρα κάτι υγρά με έντονη μυρωδιά, αυγά, σκόνες και διάφορα άλλα που κατάφεραν να της κόψουν την αναπνοή, για λίγο όμως, γιατί τελικά κατάφερε να βρει κάποιον διέξοδο αέρα.
Αισθάνθηκε να μεταφέρεται μαζί με το στρογγυλό αυτό πράγμα που έβλεπες από μέσα αλλά δεν μπορούσες να το διαπεράσεις και με όλα τα υπόλοιπα που ήταν μέσα, καρότα, μαρούλια, ζουμιά και σκόνες.
Η διαδρομή ήταν μικρή. Με δυσκολία κατάφερε να δει που βρισκόταν και όταν το είδε έμεινε με το μικρό της στοματάκι ανοικτό. Αντίκρισε ένα ξεπουπουλιασμένο κοτόπουλο, χωρίς κεφάλι, χωρίς πατούσες, χωρίς ένα πούπουλο επάνω του. Την πήρε το παράπονο, ποτέ δεν είχε δει ζώο σε τέτοια κατάσταση, συγκινήθηκε, έκλαψε. Γιατί – σκέφτηκε – τι έκανε  το άμοιρο ζώο.
Αυτό που είδε σε λίγο, πάγωσε τα υγρά που έτρεχαν στο μικρό και ζαρωμένο κορμί της.
Δύο τεράστια ανθρώπινα χέρια, με μια μανία που δεν μπορούσε να φανταστεί ότι υπάρχει σε αυτήν την πλάση, ξέσκισαν τις σάρκες του κοτόπουλου και ξεκοκάλισαν το ένα από τα δύο πόδια του άμοιρου ζώου. Το κατεύθυναν στο στόμα που άρχισε να το κατασπαράζει λαίμαργα. Το δύστυχο ζώο: τι του είχε επιφυλάξει η μοίρα – σκέφτηκε.
Είχε βολευτεί στη θέση της, ξαφνικά όμως αισθάνθηκε να ζουλιέται, να την πατικώνουν από πάνω. Ένα τεράστιο στρογγυλό πράγμα από τη μια και ένα με καρφιά από την άλλη την σήκωσαν (ψηλά) επάνω και διασχίζοντας όλο το τραπέζι, την έριξαν μαζί με τα λαχανικά σε ένα στρογγυλό πράγμα, όπου γύρω του ήταν κομμάτια από το άμοιρο κοτόπουλο και μικρά, μικρά πράσινα γρουμπούλια που έκαιγαν: της έμοιαζαν με αρακά, - αλλά να καίνε - της φάνηκε τόσο παράξενο που δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν.
Προσπαθούσε να τα αποφύγει όλα αυτά, αλλά το κακό ήρθε  από επάνω. Κάτι την σήκωσε (πάλι) – ήταν ακόμα πάνω στο μαρούλι που το κρατούσε απεγνωσμένα –  και ξαφνικά είδε δύο τεράστια ανθρώπινα μάτια να την κοιτάζουν παράξενα, το ανθρώπινο το χέρι σταμάτησε
Ξαφνικά τα μάτια μεγάλωσαν, άνοιξε το τεράστιο στόμα και έβγαλε μια κραυγή που την έκανε να μην ξανακούσει ποτέ. Πετάχτηκαν μακριά, αλλού το μαρούλι, αλλού η κάμπια.
Άρχισε ένας πανικός στο μέρος με τα πράσινα φώτα που αναβόσβηναν, άνθρωποι πήγαιναν, ερχόντουσαν, φώναζαν, χτυπούσε ο ένας τον άλλον.
Με τα μικρά της πόδια, η ηρωίδα μας προσπαθούσε να γλιτώσει από το χάος που το είχε προκαλέσει  η ίδια αλλά δεν ήξερε γιατί.
Είχε φτάσει σχεδόν στην πίσω πόρτα, κοντά στο σπίτι της, τις μαύρες σακούλες, ώσπου είδε ένα τεράστιο μαύρο παπούτσι να κατευθύνεται κατά πάνω της.
Όλα σκοτείνιασαν

ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ


Το ταξίδι που αρχίσαμε δε θα μας κάνει χαρούμενους, οι παροδικές παράδοξες στάσεις δεν θα μας συναρπάσουν.

Οι ράγες θα στάζουν από τις σταγόνες των ματιών, καλό θα είναι να μην σταματήσεις, παράξενα πρόσωπα κατακλύζουν το βαγόνι, ένα βαγόνι ψηλό και στενόμακρο χωρίς καθίσματα με μοναδικό στόλισμα τις απαγορευτικές πινακίδες.

Πινακίδες ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ........ που με την παραβίασή τους σταμάταγες το ταξίδι σου βίαια, πεταμένος έξω σε μέρη αλλόκοτα.

Όλοι οι επιβάτες ήταν μαλθακοί και υποταγμένοι στις απαγορεύσεις, όμως όχι πάντα, όταν το τρένο περνούσε από τις σκοτεινές σήραγγες, το βαγόνι γέμιζε φωνές, οχλαγωγίες, ο καθένας έκανε πράγματα που δεν μπορούσε να κάνει στο φως. Προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να παραβαίνουν τις πινακίδες.

Μια από τις φορές που το σκοτάδι είχε απλωθεί στο τρένο έγιναν παραβιάσεις που τις αντιλήφθηκαν αυτοί που είχαν τις ταμπέλες και ήρθαν στο βαγόνι, ήταν στολισμένοι με μπλε σακάκια, κόκκινα πουκάμισα, πράσινα ριχτά υφάσματα από τη μέση και κάτω που έμπαιναν βαθιά μέσα στις μαύρες μπότες που έφταναν μέχρι το γόνατο, Τα πρόσωπα τους ανέκφραστα χωρίς στόμα, μεγάλα αυτιά και μάτια κόκκινα που λαμπύριζαν λές και αντλούσαν φως απ' την κόλαση.

'Έπιασαν τρεις άνδρες, πέντε γυναίκες, τρία μωρά, έξι γάτες, τρεις σκύλες, οκτώ ποντίκια, εννέα κότες, δύο ελέφαντες, μία πάπια, είκοσι μύγες, πέντε σκαντζόχοιρους, ένα γουρούνι και ένα καγκουρό.

Καθόταν απέναντί μου όμορφο πυρόξανθη, με στήθια ακόμα μικρά και όχι κρεμασμένα όπως πολλές που έχω γνωρίσει - γίνονται έτσι μετά τη γέννα συνήθως. Μου άρεσε, ήμουν σίγουρος ότι της άρεσα. Για να τη δοκιμάσω άρχισα να τρέχω στο βαγόνι, με ακολούθησε. Τώρα πια ήμουν βέβαιος. Τρέχαμε πάνω - κάτω, δεξιά αριστερά, γαυγίζοντας ανέμελα, ώσπου σκόνταψα σε μία από τις πινακίδες [ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΤΟ ΤΡΕΞΙΜΟ], κατάλαβα ότι ήρθε το τέλος. Μας πέταξαν έξω.

Το πέσιμο ήταν βαρύ, ένιωσα το αίμα να κυλά από το στόμα μου, στους βράχους. Δεν πέθανα όμως, συνήλθα μαζί με άλλους σ' ένα σταθμό περιμένοντας._

Στέλλας


Ανδρέα



Στέλλας



Γκομπιντίμπου

Bad Mathematics

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

2012.10.14 Ανδρέας και η Στέλλα Βατίστα

Ο Ανδρέας και η Στέλλα Βατίστα την Κυριακή 14.10.2014, στην εκπομπή στον ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ 94 FM. Η εκπομπή είναι της ομάδας "ποίηση στην εποχή της εκποίησης".

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

2011.12.18 Ο Ανδρέας και η Στέλλα Βατίστα

Ο Ανδρέας και η Στέλλα Βατίστα την Κυριακή 18.12.2011, στην εκπομπή στον ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ 94 FM. Η εκπομπή είναι της ομάδας "ποίηση στην εποχή της εκποίησης".

ποίηση στην εποχή της εκποίησης


2011.9.25 Ο Ανδρέας και η Στέλλα Βατίστα

Ο Ανδρέας και η Στέλλα Βατίστα την Κυριακή 25.09.2011, στην εκπομπή στον ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ 94 FM. Η εκπομπή είναι της ομάδας "ποίηση στην εποχή της εκποίησης".

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

2011.7.10 Ο Ανδρέας και η Στέλλα Βατίστα

Ο Ανδρέας και η Στέλλα Βατίστα την Κυριακή 10.07.2011, στην εκπομπή στον ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ 94 FM. Η εκπομπή είναι της ομάδας "ποίηση στην εποχή της εκποίησης".

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012

Να επιπλεύσουμε

Να επιπλεύσουμε

Μια αρκούδα ή ακρίδα με τέσσερα κεριά στη δεξιά της ράχη,
έσκαβε μιά καθημερινή εκατόμβη,
έχοντας στο σαγόνι ένα κόκκινο αρχαίο λείψανο,
που στήριζε μια ξύλινη λαβή περασμένη από το αριστερό αυτί.

Άναψα τα δύο κεριά, μέρα μεσημέρι,
αναστατώνοντας τους περαστικούς.
Κανείς δεν κάνει κάτι τέτοιο, εκτός και αν είναι μεσάνυχτα.
Τα βλέμματα τους ήταν δακρύβρεχτα και νοσηρά.

Πάνω στον περιοδεύων θίασο, σταλθήκαν όλα τα παιδιά, τρικλίζοντας και χασκογελώντας.
Άλλη μια κραυγή θα βγάλουμε να ακούσουμε στα δευτερεύοντα κράτη και στα πρωτεύοντα θηλαστικά.
Πρόστυχα λερωμένα σακάκια, φορεμένα από χωριάτικες γίδες,
Βραστές και ψητές μέσα στα πιάτα των τουριστών.

Με χτυπημένα δόντια και αριστερά πόδια.
Καταπίνοντας βότσαλα πεταμένα στα ρηχά,
Πιστεύοντας ότι κι αν μας πουν οι μεγαλύτεροι,
ότι φύλο κι αν είναι.

Τα γεγονότα που δεν μάθαμε και ακόμα περισσότερο
που δεν έγιναν ποτέ,
διαφεντεύουν το διάβα μας και διαποτίζουν το είναι μας
με ψεύτικα χαμόγελα και ανατριχιαστικά κοκαλιάρικα κλαδικά ακούσματα
ανακατεμένα με παιχνιδιάρικα επιφωνήματα.

Δεν μπορούμε να ακούσουμε λόγια ούτε να πούμε κουβέντες καθαρές και δεν θέλουμε πια.
Η σαφήνεια της έκφρασης της αρκούδας ή της ακρίδας
είναι αυτή που ξεκαθάρισε το μέλλον των γενεών που έρχονται
και το παρελθόν που θα έρθει
από αυτούς που το αποφάσισαν ανάβοντας τα κεριά όπως πρέπει
για να είναι το κοινό χαρούμενο και πειθήνιο
γιατί έτσι μπορούν να επιπλεύσουν.





Αλεπούδες γριές

Αλεπούδες γριές

Σε άλλες περιμένατε πτώσεις
Μουσικές ζωές ελάσσονες
Δέκτες φωτεινοί
Και δείκτες να δείχνουν εμένα.

Ίσως μερικές αλεπούδες γριές
τσιρίζουν απέναντι και πονούν τα αυτιά μας
ίσως το ψωμί με το βούτυρο και το μέλι
έφεραν τις σφίγγες γύρω μου
ή μήπως τόσα πολλά κλαδιά
δεν μπορούν να κάνουν το χρόνο πιο γοργό

Όσο καπνό και αν ρουφήξουμε
οι τύψεις δεν μπορούν να φύγουν
για το αβέβαιο μέλλον.

Περαστικοί περπατάμε, σερνόμαστε
Αναμένοντας, καραδοκώντας, εκλιπαρώντας
Μόνο κάποιες στιγμές
Υπέρτατου, δυνατού, αχνού φωτός.

Τα περασμένα ανάποδα ψήγματα
Πέρα από τις δύο ή περισσότερες ξέρες
Δίπλα ή κάτω
είναι πύλες που ακόμα κοιμούνται
αγναντεύοντας κόλπους γης πολύ μακριά
κλέβω ήχους για κινήσεις γυμνών



Καλημερίζοντας



Καλημερίζοντας

Καλημερίζοντας την κάθε έξωση
Καθώς πρέπει ένταση στο υπέρ του χθες
Και ξέρεις κάθε τι όταν θα εναντιώνεσαι
Στο ούτε που θες να ξέρεις.
Στη γιορτή του ούτε στο ξεφάντωμα του νου
Μέσα από μεγάλα μπορώ
Είτε σε ανύπαρκτα πρέπει
Και υστερικά πρέπει, σε ανεπανάληπτα ξέρω.

Οι νέοι τσαρλατάνοι



Οι νέοι τσαρλατάνοι

Περιλουσμένοι από ιστορικές ανατάσεις
από νέους τρανούς σκοπούς
αγοράζουμε μελλοντικές ορέξεις
χορεύοντας σε ρυθμούς γνώριμους και μη.

Καθώς οι νέοι τσαρλατάνοι περιτριγύρισαν
ακούστηκαν φωνές από μέσα
μικρές πάνω, βροντερές βαθιά,
και εμείς ανάμεσα και περίτρανα αλαφιασμένοι
υπομένοντας τα θέλω να αναβλύζουν
ξύνοντας τις αδιάφορες στιγμές ακόμα.

Μερικά ανύπαρκτα μπορεί
θέλουν να πιρουνιάζουν την κάθε στιγμή μας.
Ξεδιάντροπα ανεχόμαστε
τις κάλπικες ανατάσεις του νου
αναπάντεχα συντριβόμαστε στις βολές των όπλων
ανεξέλεγκτα σημαδεμένοι.

Περνούν οι σημαδευτές μέσα από τρύπιες μελωδίες
ακούγοντάς τες μόνο τις ώρες της σιωπής,
της σιωπής του υπέρτατου συγχρονισμού
μετρώντας τόνους αγωνίας
καραδοκούμε ψίχουλα ανέμελου καταυλισμού ψυχής
εξοικονομώντας παρατάσεις χαλαρού βίου.

Μερικές σταγόνες αλάτι

Μερικές σταγόνες αλάτι


Μερικές σταγόνες αλάτι, λίγα πικρά σενάρια
πέρασαν απόμερα πιο πριν
κρυφτήκαν στα λημέρια τους,
θέριεψαν μαζί τις τρανές ορέξεις τους,
τις βρώμικες φιλοδοξίες τους.
Ανυποψίαστοι κατατροπωνόμαστε
υπαίτιοι για κάθε τραύμα μας
στριγκλίζουν στ’ αυτιά μας.
Καρτερικά παραμονεύουμε
νωχελικά καραδοκούμε

Πόσα ερωτήματα ψαλίδια
Μια κολώνα ή κολόνια ή κιλότα,
ένα βαμβακερό τόπι άχρωμο
μια γραμμή για το ύψος
συνάντηση Ηρώων ίσως.
Χοροπηδώντας όλοι μαζί
στο ρυθμό της γιορτής.
Γιατί το τετράγωνο είναι πάντα ισόπλευρο
όσο και να θέλεις να το αλλάξεις.

Κάθε ανάποδη ρεκλάμα κάθε ευθεία γραμμή
περνοδιαβαίνει στο κρανίο
πιρουνιάζει τα κατάβαθα.
Πυροδοτώντας κάθε αντίδραση
κάνοντας το βάδισμα σούρσιμο σαλιγκαριού
ασάλιωτο – επώδυνο.
Θέλω 7.000 βόμβες
να βγάλω από το στόμα, από τα’ αυτιά, τα μάτια
να τις πετάξω σε κάθε κατεύθυνση.
Οι εκρήξεις να σωριάσουν
όλες τις σκέψεις σας και τις απόψεις σας
για τις παντός επιστητού
αλάνθαστες γνώμες σας,
για τα γυμνασμένα σας δάχτυλα
αυτά που μπαίνουν στις πληγές σας,
από εσάς φτιαγμένες.

Τέσσερα κουμπιά τέρατα φέτας άσπρα
μουσικές γραμμές πνιχτές άναρθρες
συναθροίσεις από τάπες και μπουκάλια από σωλήνες
ή πλάκες μαύρου χνώτου.
Λίγες μέγιστες ουτοπίες με λεπτά περιοδικά γυαλίσματα
έστρωσαν το τέταρτο πέπλο
εκεί κάτω αριστερά από τα τωρινά θέλω.
Πρόσεχε τις λεκιασμένες λακκούβες
έξυπνα κατάκοπες, νέες έτοιμες για ξεπουλήματα
στο γερμένο σωφρονισμό.
Μάταια στολίσματα, μαγεμένος ομφαλός
μα βρώμικος κόκκος αλατιού.

Ξεπλυθείτε και περάστε απέναντι.


Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2012

Η ΕΠΤΑΨΥΧΗ ΜΕΤΑΛΛΙΚΗ ΑΡΚΟΥΔΑ





                           

                               ΑΝΔΡΕΑΣ Δ. ΒΑΤΙΣΤΑΣ


                              Η ΕΠΤΑΨΥΧΗ  ΜΕΤΑΛΛΙΚΗ ΑΡΚΟΥΔΑ

                                                               ΕΨΙΛΟΝ/ποίηση




Η ΕΠΤΑΨΥΧΗ  ΜΕΤΑΛΛΙΚΗ ΑΡΚΟΥΔΑ

Η επτάψυχη μεταλλική αρκούδα έγνεψε
πήγα.
Τα δόντια της καθαρά κοφτερά
έμπαιναν ηδονικά  στη σάρκα μου
τα ζουμιά μου ανάβλυζαν
από κάθε τρύπα που άνοιγε
στο σώμα μου το δόντι.
Άρχισα να γλύφω κατάπινα πονούσα.
Με μια κλωτσιά βρέθηκα στην ακτή
«σκάψε να βρεις» έλεγε η φωνή,
υπάκουσα.
Η τρύπα που ανοίχτηκε στο μυαλό μεγάλη
 ας έρθουν τα παιδιά να την κλείσουν
να φέρουν μαζί και τα παιχνίδια τους.
Κλείσε το καπάκι της κάμπιας
άσ’ την να γίνει πουλί
να πετάξει και να πεθάνει γρήγορα.





ΤΡΙΣΜΙΤ


Άδειασε τα τασάκια της Δευτέρας
στις τρίχες του γάτου
σόλο αυγού στη πάπια
αύριο και χθες στη Πανσέληνο
αναπτήρες στο ντουλάπι
γράφουν τρένα που τρέχουν,
αγαπημένη μου άνοιξη έλα
τα κάγκελα στην τρύπα
χαλασμένα αυγά στη μύτη μου
άμυαλα σίδερα μέσα μου σκουριάζουν
θα φύγω.


-ΩΝΩ

Χρειάζομαι την δύναμη του μαγικού μου ονείρου
για να σωριάσω πίσω μου κάθε εμπόδιό μου
ν' αρχίσω να κτυπώ κάθε σκουριά στο σώμα
να καθαρίζω τις 6ρωμιές τώρα.
Η νωχελική προσμονή μου στης μπύρας
τα παιχνίδια
με ποτίζει με καίει με τρώει με φτύνει
και εγώ
μόνος μιλώ σε τοίχους
τα δάκρυά μου μόνα τρέχουν
μέσα από γρίφους.



ΜΠΕ! Ε! Ε!

Φώναζαν όλη μέρα
μπε Ι ε! ε!
με προσπάθεια άρχισα να φωνάζω
η ζωή του προβάτου πονεμένη.

Πρόσεχε τους τρόπους τους το
Βλοσυρό βλέμμα τους
το πονεμένο
μάθε τους και χτίστους
στο κλουβί  τους μόνοι
εκεί που τους αρμόζει.

Το χαμόγελό μου τραυλίζει,
στις προσταγές του εγώ μου
που ήρθα και δεν ...
Οι μέρες περνούν
κάθε στιγμή πετραδάκια στη ζωή μας
χτίζουν το θάνατό μας.


ΗΣΟΥΝ

Ήσουν εκεί και περίμενες
Η επιστροφή μου στην αλλαγή
άρχισε πολύ αργά
την περίοδο του άγχους
Την εποχή που τα φώτα
χαμήλωναν και τα μάτια έτσουζαν
έγινες βροχή και έτρεξες
καθαρίζοντας τα θολωμένα νερά μου
Τα πόδια τρικλίζουν  η φωνή βαριά
το σώμα πονάει χαμηλά
Αναμένοντας το ανάλαφρο περπάτημα σου
στα χέρια μου.



ΜΕΤΡΩΝΤΑΣ

Σαράντα πενήντα εξήντα
αρχίσαμε να μετράμε όρθιοι.
Τους ακούω τα 6ράδια
να παίζουν να μιλούν
ένας τρόπος να ξεχνούν.
Να ξεχνούν τις μέρες τους
Τις μοναχικές
                      στις λαμαρίνες



ΤΑ ΤΑΣΑΚΙΑ ΤΗΣ ΠΕΜΠΤΗΣ

'Έφτυσα στο λαρύγκι μας για μας.
Μάζεψα τα λουλούδια μας, για μας.
Τ' άφησα στο βάζο σου, έλειψα,
το νερό που θα ρίξεις να 'ναι κρύο,
η προσοχή τους να 'ναι ζωή,
η αγάπη μου θα 'ναι μουσική,
περιπλανώμενη βροχή στα στήθια σου.
Να 'σαι εκεί όταν θα 'ρθω, να’ σαι.



ΣΤΟ ΣΤΥΛΟ

Φωνάξαμε τις ζάχαρες.
ανάψαμε τσιγάρα
Η μπύρα μοναχή περπάτησε
στα αδειανά στομάχια μας
ο παραλογισμός ψηλάφισε
στ' αναμμένα κύματά της
θέλω να κάνω τραμπάλα
στ' αδειανά μυαλά τους
να ξύνω τις πληγές τους
με ηδονή και χάρη
Μη τρέχεις το καρότσι,
Ο στύλος έγραψε το μωρό
στον τοίχο.


ΜΥΛΟΤΡΕΣ

Μπας και θέλησα αυτιά κότας'
πες το τραγουδιστά και ξέρουν καπνούς,
στην πυρά τα’ άνετα ρούχα σας.
Τα στρογγυλά πάρε δώσε να σταματήσουν
Έρχονται εκλογές  φωνάξτε τους παππούδες
Οι Γκαμήλες θέλουν κι άλλες καμπούρες .. τι;
Θέλω να φτύσω στο στόμα του Αετού
καταιγίδα θα φέρω και αστραπές
ν' ανάψω το τσιγάρο σου
τρυφερό γλυκό μου όνειρο.
Βάρεσα το κεφάλι, της πάπιας
στο πόμολο του μυαλού μου,
η πόρτα δεν έλεγε να’ νοίξει
ήταν ώρα ύπνου
είμαι σαλιγκάρι που κόλλησε
μου τελείωσε το σάλιο εδώ.
Την τιρκουάζ κυλόττα σου
πέτα τη σε άλλα σκέλια
θα παίξω μόνος με τις χάντρες.


ΦΑΝΑΡΙΑ

Ο κύριος παξιμάδης πέθανε
μου είχε στείλει τα καπάκια
Μέρα με τη μέρα κατάλαβα
τα βαθιά και άπατα νερά
του' πηγαδιού που έπεσε μέσα.
Περπατήστε επιτέλους να φτάσετε
αν και πήρατε τα κιλά σας
Μοίρασε μου να παίξουμε
θα βάλω όλα τα λεφτά μου.
Μπες μέσα στο, συρτάρι
Είναι κόκκινο το σκιερό σου μπούτι
Απότομα ήρθε από τα δεξιά
αμέσως 'έγινε το λιγοστά μεγάλο.
Αρχίζετε να πιστεύετε στις τύχες;
μα είναι δυνατόν, εσείς;
Τα καπάκια της με γλίτωσαν
την ώρα της βαφής τους...
Δύσκολα περνάτε στο απέναντι...
Βάλτε τα καλά σας και
γρήγορα περάστε.
Ξηλώστε τις πέρδικες
χωρίς να βλέπετε.
Αγαπάτε τα Ψαλίδια
της θείας τούμπας.
Μπα, για πιο φως μιλάτε;
Πάρτε τη μηχανή του κιμά
Και κόφτε λίγη σκέψη
Τους κλέψανε αγάπη μου.
Απόκλεισε τις ξένες και άρχισε,
και άρχισε με την σειρά
το μέτρημα της σιωπής σου.
Κούνα ρυθμικά το κορμί σου
ακούγοντας παλιές μελωδίες.
Πάμε στις τρεχούμενες πλαγιές
να τρέξουμε κοντά στη θάλασσα
Όταν θα πέσεις στο νερό
γέλα σαν μωρό
και το βράδυ στη φωτιά
ας κάψουμε τα πάθη μας
στριγκλίζοντας στ' αστέρια
θα 'ναι η ώρα που τα κότερα
θα σέρνονται στον πάτο της αλμύρας.
Φως μου σε περιμένω
 ν' ανάψεις τους πυρσούς μου
Μετά τον κρεμασμένο
ο άλλος έσπασε το τραπέζι.
Ας πηδήσουμε μαζί στ' άπατα του μυαλού
να βρούμε τις χαμένες μας  ελπίδες.



ΤΑ ΜΟΥΣΚΟΥΛΑ

Οχλαγωγίες ανώριμων σατράπηδων
οι ακόμα χειρότεροι γελαστοί ΧΑ!
θα κάνω σεφτέ
Φύλλα, μιστοί μούσκουλα μούστοι
μακαρόνια...  ΣΑΛΑΜΑΚΙ ΘΕΛΕΤΕ;
Ήταν καραφλή με Ψηλές ανταύγειες
δεν θέλησε ούτε ένα βήτα
 -Περάστε στα ενδότερα, γδυθείτε
   και ανοίξτε τα πόδια...
-Κάντε ελαφριά ανακατέματα.
ΖΗΤΩ Η ΕΠΙΠΕΔΗ ΚΑΜΠΙΑ.
ΖΗΤΩ ΤΟ ΑΥΤΙ  ΤΉΣ ΚΟΥΦΉΣ
Πέρα από την απόκρημνη παραλία της
θείας αντιλόπης
Λάκισε.. .
Έπιασε φωτιά πριν εννέα χρόνια
Έκαψε την πλαγιά την καραφλή.



ΞΥΣΕ ΚΑΙ ΦΥΓΕ

Φωνάξτε όλοι μαζί στο ποτήρι
αγγίζοντας απαλά το τρομερό μπούτι.
Και μετακομίζω επιτακτικά
Τρέφω το άστρο μου με φως
να φέγγει την αλάνα.
Το κοντό τρυγόνι στάθηκε στο  βράχο,
κοίταζε στο βάθος τα μάτια σου
και γελούσε γλύφοντας.
Άκουσε το όνομά σου στα μεγάφωνα
τρέξε κοιτάξου στον καθρέφτη
και ξύσε την κάλτσα σου
έχει μουχλιάσει στο πόδι
και είσαι ακόμα στην αρχή.



ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΣΤΥΛΟ

Ο ποιητής επρόβαλε στο γιασεμί
το τσιγάρο φωτιά στο στέρνο
Ψυχορραγείτε δίπλα μας, ακούω
το πράσινο γυαλί έβαψε τον τοίχο
και έσταξε στο πάτωμα, στη πέτρα.
Έγλυψες το καμένο χώμα
Και γεύτηκες την αλμύρα της,
είμαστε εκεί και 6λέπαμε τον λυτρωμό σου
αγαθοί και στείροι περίπου χθες.
Στάση λεωφορείου ήταν παλιά.
τώρα ανάμνηση φτασμένη
Για πάντα θα περιμένω το μεγάλο στυλό
να γράψω τη σελίδα τη μεγάλη για μας.


ΜΕΛΙ

Θες μέλι από το δένδρο
γλύφεις τα χείλια σου με τρόμο
βλέπε τα οριακά κορμάκια
και βάλε τ' αχαμνά σου καραντίνα.
Το σκεπτικό σου σκληρό, παγωμένο
πέτρωσε το χαμόγελο στα χείλη
και τα δάκρυα στα μάτια πριν 6γουν
Καληνύχτισε την ιστορία
θυμήσου το τρομερό εγώ
δυνάμωσε το ατέλειωτο  φως
και πιες τη λάβα του κορμιού σου.



Η ΤΡΥΠΑ

Άνοιξα μια τρύπα βαθιά
ανέθρεψα το σκουλήκι για ν' ανέβει
απέτυχε, σκάλωσε έπεσε
το φευγιό αβέβαιο τώρα
είναι μεγάλη και φτιαγμένη έξυπνα
Μοιάζει δικιά μου αλλά όχι
απ' άλλα χέρια είναι φτιαγμένη
φυλακή άχρωμη νιώθω αμήχανα.
Άρχισα την αναρρίχηση δύσκολα
Το χώμα νωπό ανίκανο να αντισταθεί
παρέσερνε και μένα μαζί του
Λάσπη στη σάρκα στα σωθικά
ατελείωτες προσπάθειες ήρθαν
νιώθω τρύπες κοντά
ακούω προσπάθειες άλλων
παρηγοριά μου η αποτυχία τους
κάποτε, θα τελειώσουμε
το φως, η τρύπα, το ξέρω.


ΠΛΗΜΜΥΡΙΖΩ

Πλημμυρίζω όμορφα από την μορφή της
γεμίζει το μυαλό με τα μάτια της
ακολουθώ το βήμα μου δίπλα της
ο ρυθμός σταδιακά γεμίζει
ακούω τους χτύπους
ανοίγω σιγά σιγά την πόρτα μου
Πλημμυρίζω από σένα μέσα μου.



Ο ΒΡΟΝΤΕΡΟΣ

Ο βροντερός πούλησε το μέλλον
αγόρασε καταστάσεις και όνειρα
αγόρασε το δρόμο που θα δια6εί
και άραξε για λίγο' στους ευκαλύπτους μαζί της
κοιτάζοντας τα φυλλώματα στα αστέρια.
Καλημέρα το Πάσχα μια προσευχή.
Ξεσκέπαστο όχημα πεζό όνειρο
ξυπόλητα περπατά στα όνειρά τους
τα αμφότερα ίδια μια για πάντα
Το έδρανο λουλουδιασμένο, φως
χορεύουν στο κουτί όλο και πιο γρήγορα
Οι μέρες ήσυχες, ύπνος, οικογένεια
αδειάζοντας θα έρθουν τα λουλούδια
στολίδια της εποχής της μέρας
για να ξεκινήσουμε όλοι μαζί για την πόλη



ΤΟ ΡΕΥΜΑ

Θέλω τα ρεύματα να βάλω μπρος
το θόρυβο που κρύβω
φως να θωρώ τις νότες μου
να ζουν να υπάρχουν.
Η σκουριά μας πλημμυρίζει
είναι ο καιρός πολύς.
Καλέστε το ρεύμα να μας χτυπήσει
κι όταν θα σηκωθεί η τρίχα
και το μυαλό θα καρβουνιάσει
αφήστε μας να κλειδωθούμε μέσα...
Σε λίγο ελάτε να φάτε από τα νέα
ορεκτικά μας
θα κάτσουν επιτακτικά στα στομάχια σας
Ελάτε... .




ΑΝΟΙΞΕ Η ΠΟΡΤΑ

Επτάψυχο το λαμπερό λεπίδι
στέκεται μακριά περιμένει
δαγκώθηκε, σάλεψε ο νους,
ήρθε σιγά - σιγά και μουλωχτά
χτύπησε απότομα και δυνατά
άνοιξε την πόρτα
Το στρογγυλό σαλιγκάρι πλήρωσε
τους φόρους ανακάλυψε πηγή
γλίστρησε στη σκιερή σου μπότα
κλώτσησέ το να’ ρθει σε μένα
μελωδικά θα βγάλω το κέλυφος
για να καλύψω την ορμή μου
για λίγο καιρό ακόμα.



ΤΟ ΚΟΛΟΝΑΚΙ
     
Το κολονάκι κάθεται σταυροπόδι
με τις δυο του κοιλότητες κρατά την πόρτα
το σταχτοδοχείο με το στόμα ανοικτό
περιμένει την καυτή μου στάχτη
Άδειασε την κατσαρόλα με το φαΐ.
στα πόδια της θείας Μερόπης
έτσι θα την σαγηνέψεις και θα, φας
Το πώμα στην αντλία μου τρίβει  το μάτι
και θωρώ το αλλήθωρο βλέμμα της
Αχ τα σκουλήκια παίζουν κρυφτό
τρώνε πουτίγκα στην προβλήτα του άγχους
Θα ράψω το κουμπί στη μύτη χθες
το αλαβάστρινο παντζούρι έφτασε κάτω
στο κεφάλι του σκαλοπατιού,
πέρασε χτες και ήταν ζεστό
και πως μίκρυνε μετά
μελαχρινά και όμορφα
τα νέα ήταν όλα καυτά
τότε και αύριο.


ΕΔΩ

Αρχή της μεγάλης αντάρας της χαρούμενης
οι προσμονές για γλυκές μέρες
η ομορφιά της ζέστης του πατσά
ο πατέρας τους κάνει εξαωρίες
Βότκα ζεστή, κρύα πόδια,
εντάξει παράξενες λέξεις ηχούν στ' αυτιά του βάλτου
ο παράταιρος τσίγκος έλουσε την Άνοιξη
Ο έρωτάς μου παράφορος με τρέφει
ξέρεις βλέπω με τα μάτια του νου
τώρα θα κοιμάται.
Μη μοιρολογάς, τραγούδα...
θολά νερά υψώνονται μπρος μου
τα μάτια μου όμορφες γυαλιστερές μπίλιες παίζουν στα πεζοδρόμια τα βροχερά
ξηρασία στο πλοίο τσούζει τα σύννεφα
σήμερα εδώ που γράφω
αναλαμπές στα σταχτιά νέτα νερά της.



ΥΠΕΡ

Υπέρ των νέων καιρών
για φέρε μου τον ήλιο
αναμμένα όνειρα έκαψαν
τους πόθους της πλατείας
έκαναν στην άκρη όλα
υπέρ των ονείρων μουσικές
δυνατά ακούστε το τραγούδι μου
ξεσκίζω τα πεζοδρόμια 
των πλακόστρωτων δρόμων σας
στριγκλίζω στα ουράνια
στους κομήτες φωτιά
είμαι θεός στο όνειρο
της φανταστικής μου καταδίωξης
επτάψυχα πιρούνια υπηρετούν
τις πεινασμένες μου επιθυμίες
έπρεπε να σας είναι γνωστό
Υπέρ εμού, από παλιά, για πάντα.



­
ΤΟ ΜΕΝΤΑΓΙΟΝ

Το πεταμένα τετράφυλλο  τριφύλλι
ξεράθηκε χωρίς νερό, το. ξέχασαν.
Ήταν τότε που έψαχναν για φως.
Αγκαλιασμένοι περπάτησαν
στη μοναχική την παράλια
κάπου δυο μέρες μακριά
εκεί κάπου μέσα στην άμμο
ανάμεσα από κείνα τα όμορφα βότσαλα
βρήκαν το. ξεχασμένο σύμβολό ταυ
ξερακιανός, ψηλός που από τα χέρια ταυ
ήταν φτιαγμένο, σκαλιστό και λαμπερό
το. χρυσό θολώνει από τα χρόνια.
Λαμπύριζε στο. φως ταυ φεγγαριού,
Το. έβαλε στο λαιμό της
Το. κόσμημα το μενταγιόν το στολίδι
το έβαλε στο λαιμό της
τα μάτια έβγαλαν την παλιά εκείνη λάμψη
πήρε το. μυτερό μαχαίρι και έκανε το. λαιμό ταυ
να τρέξει ατελείωτο αίμα
έκανε το κορμί να σταθεί στα γόνατα
και το κεφάλι μόνο του να πέσει στη γη.
Τα λαμπερά εκείνα μάτια γελούσαν
ώσπου το. κόσμημα γύρισε εκεί
Τα μάτια τώρα γυάλισαν από τρόμο θλίψη και πόνο.
το ματωμένα από λατρεμένο αίμα μαχαίρι
ματώθηκε από το δικό της τώρα.
Έπεσε δίπλα του χωρίς πνοή.
Ο ξερακιανός εκείνος ψηλός
κάπου μακριά στο χώρο στο χρόνο
σημείωσε δύο ακόμα γραμμούλες
στο δέντρο του χαμογελώντας.




Ο ΓΕΡΟΣ ΙΝΔΙΑΝΟΣ

Ο γέρος ινδιάνος, άναψε την πίπα του
οι γύρες της άναψαν πόθους
έκαναν τις κλειδωμένες αμπάρες ν ανοίξουν
ξέχειλες οι φαντασιώσεις απλώθηκαν στο χώρο
Τα μάτια μικρά και κόκκινα
έβλεπαν σουρεαλιστικές οπτασίες
Τα λόγια αλληγορικά γεύονταν τις πέτρες
Ο Γέρος άναψε ξανά την πίπα του
Ο καπνός έκανε τα σύννεφα να τσούξουν
τα συκώτια και τα ελάφια γονάτισαν
και οι αρκούδες σώπασαν
το φεγγάρι θόλωσε και τα βουνά μεγάλωσαν
τα φώτα χαμήλωσαν καταχνιά.
Ο Γέρος γέμισε θολά και άναψε.
Οι τσιμινιέρες άρχισαν και τελείωσαν
τα λουλούδια που έβγαιναν ήταν κόκκινα
τα κεφάλια στον αέρα και τα πόδια πατούσαν γη.
Οι μαύρες θάλασσες χαμογελούσαν λευκά
Και τα δένδρα έγιναν πράσινα ξανά. 
Ο Γέρος άναψε την πίπα του.
Η γύρα άφησε εαυτούς και αλυσίδες
πέταξαν ανάλαφρα στο χώρο γελούσαν
το χώμα ανέβηκε ο ουρανός ήρθε χαμηλά
Και έπιασε τ' αστέρια τα λαμπρά
τα έντονα πια χρώματα διαπερνούσαν
τα μάτια μέχρι τις κόρες και τις
μεμβράνες στο μυαλό αντάμα.
Στο κρανίο μέσα το αίμα ανάβλυζε
τα όργανα όλα δυνάμωναν.
Το στόμα ξερό ζητούσε γλύκες
ελαφριά πέρασαν στο χώρο.
Ο Γέρος έκλεισε τα μάτια, χαμογέλασε
σταυρώνοντας τα χέρια έγινε παιδί
να τρέχει στα λιβάδια όπως τότε.





ΕΨΙΛΟΝ / ποίηση
@ Εκδόσεις Έψιλον, Αθήνα 2002
 Πίνακας εξωφύλλου: Ανδρέας Βατίστας
 ISBN 960-395-011-4
Εκδόσεις Έψιλον - Ευριπίδης Κλεόπας
Ύδρας 10 - 15232 - Χαλάνδρι
                                            Τηλ. 0Ι - 6815153, Τηλ. - Fax: 0661 - 41280